- μαστήριος
- μαστήριος, -α, -ον (Α) [μαστήρ]αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να αναζητά και να βρίσκει κάτι, ο επιτήδειος στην έρευνα («Ἑρμῇ μεγίστῳ προξένῳ μαστηρίῳ», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστηρίῳ — μαστήριος good at search masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)